αβιομηχανοποίητος

αβιομηχανοποίητος
-η, -ο
αυτός που δεν υποβλήθηκε ή δεν μπορεί να υποβληθεί σε βιομηχανική κατεργασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + βιομηχανοποιώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”